- κρανις
- κρανίςκρᾱνίς
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μελαγκρανίς — μελαγκρανίς, ίδος, ή μελάγκρανις, άνιος, ἡ (Α) είδος σχοίνου με μαύρη κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρανίς (< κρανίον), πρβλ. εγ κρανίς] … Dictionary of Greek
παρακρανίς — ίδος, ἡ, Α η παρεγκεφαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρανίς (< κρανίον), πρβλ. εγ κρανίς] … Dictionary of Greek